βοσκολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοσκολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βοσκολογῶ Κρήτ. Πάρ. Πελοπν. (Τριφυλ.) κ.ἀ.-ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2. 17.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βοσκολόγος.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Βόσκω, νέμω Κρήτ. Πελοπν. (Τριφυλ.) κ.ἀ.: ᾎσμ. Σὰ μὲ ρωτᾷς, μαννούλλα μου, νὰ σοῦ τὸ μολογήσω, μαῦρα φιδάκιˬα μοῦ ’δωσε νὰ τὰ βοσκολογήσω Τριφυλ. Συνών. βόσκω 1. Καὶ ἀμτβ. βόσκω, νέμομαι Πελοπν. (Τριφυλ.): ᾎσμ. Μαῦρα φιδάκιˬα μοῦ ’δωσε νὰ τὰ βοσκολογήσω, ’ς τὰ πόδιˬα μου βοσκολογᾶν, ’ς τὰ στήθη μου κοιμᾶνται κιˬ ἀπάνου ’ς τὸ κεφάλι μου ἐφτε͜ιάσαν τὴ φωλεˬά τους. 2) Ἀπομυζῶ ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Πυκνὸ πυκνὸ κιˬ ὁλόμαυρο μελισσολόι πετει͜έται... καὶ τ’ ἄνθη της βοσκολογᾷ καὶ παίρνει τὸν ἀχνό της (ἐνν. τῆς ἀγράμπελης) Β) Ἀμτβ. 1) Βόσκω εἴς τινα τόπον κατ’ ἐπανάληψιν, συχνάκις Πάρ. 2) Βόσκω βραδέως καὶ ἐπὶ πολὺν χρόνον Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/