γειτονόπαιδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γειτονόπαιδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γειτονόπαιδο τό, ἀμάρτ. ’ειτονόπαιδο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’τονοπαίδ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ’τουνουπαίδ’ Θεσσ. (Τρίκερ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) ’τουνουπαίδ’ Ἴμβρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γείτονας καὶ παιδί.

Σημασιολογία

Τὸ παιδὶ τοῦ γείτονος ἔνθ’ ἀν.: ’Εφάα dὰ ’ειτονόπαιδα τὸ σπίτι μας· ὁλημερὶς κιˬ ὁλονυχτὶς εἶναι μέσα Ἀπύρανθ. Παίζου μὲ τὰ ’τουνουπαίδιˬα Ἴμβρ. Εἶν’ ἀπ’ τοὺ χουριˬὸ ’τουνουπαίδ’ Τρίκερ. Συνών. γειτονόπουλο, δι’ ὃ ἰδ. γειτονοπούλα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/