ἀναδεράδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδεράδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναδεράδα ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀναδερὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).

Σημασιολογία

Ἡ δρόσος τῆς πρωίας, ὑγρασία: Μὴ bορίσῃς πρωὶ πρωί, γιˬατ᾿ ἔχει ἀναδεράδα. Συνών. ἀνάδομα, ἀναδοσάδα, ἀνάδοσι, ἀναδοσιˬά, ἀναδότημα, ἀναδώκιˬασμα, ἀναδωμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/