βόσκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βόσκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βόσκος ὁ, Κορ. Ἄτ. 1,64 βόσκους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βόσκω.

Σημασιολογία

1) Βοσκὴ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μὶ τοὺ βόσκου παχαί’ τοὺ πρόβατου. 2) Σύνδενδρος τόπος ἔχων καλὴν νομὴν Κορ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/