ἀνάδομα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάδομα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάδομα τό, ΚΠαλαμ. Βωμ. 8 καὶ 18 καὶ ἐν Ἡμερολ. Μ Ἑλλαδ. 1930 σ. 34 ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 86 ἀνάομα Κάρπ. ἀνέδουμα Ἴμβρ. ἀνάδωσμα Πελοπν.(Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναδίνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλαχ Πβ. καὶ μεταγν. ἀνάδομα ἐν Πλουταρχ ’Ηθικ. 2,384a ἐκ διορθώσεως τοῦ ἀνάλωμα ὑπὸ ΓΒερναρδάκη.
Σημασιολογία
1) Λάμψις, λαμπηδὼν Κπαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ποιήμ. Πλατε͜ιᾶς φωτιˬᾶς τὸ ἀνάδομα ποῦ φώταε Βωμ.8 Γενε͜ιοῦνται οἵ πεταλοῦδες μὲ τὸν ἔρωτα καὶ μὲ τὸν ἔρωτα πεθαίνουν ὁλόγοργα ᾿ς τὸ ἀνάδομα | τῆς φλόγας τῆς ἐρωτικῆς ἐν Ημερολ ἔνθ’ἀν. Συνών. ἀναλαμπή. 2) Ὑγρασία Ἴμβρ. Κάρπ. -ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν.: Φούσκουσι ἡ σουβᾶς ἀπ’ τ’ ἀνέδουμα (σουβᾶς=ἀσβεστοκονίαμα) Ἴμβρ. ‖ Ποιημ Κ ᾿ ἡ θύμησι ἀπὸ τῆς δροσιˬᾶς τ᾽ ἀνάδομα ἀναστήθη ΠΒλαστὸς ἔνθ᾽ ἀν. Συνων ἰδ. ἐν λ. ἀνἀδκιˬον. 3) Ἀδημονία, στενοχωρία (ἡ λ. θὰ ἐσήμαινε τὸ πρῶτον τὴν ἕνεκα ἀδημονίας ἀνάδοσιν ἱδρῶτος). Πβ. ἀναδινω Β 6. Συνών. ἀγκομάχημα 1β, ἀγωνία 1, ἀναδοσιˬὰ 2, στενοχώριˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA