ἀναδορώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδορώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνοδορώνω Ποντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. δορώνω.
Σημασιολογία
1) Ἀναζυμώνω τὸ προζύμι ἐπαυξάνων αὐτὸ διὰ τῆς προσθήκης ἀλεύρου. Τοῦτο γίνεται τὴν προτεραίαν τῆς ἡμέρας, ὅτε μέλλουν νὰ ζυμὡσουν πρὸς παρασκευὴν ἄρτων διὰ νὰ συντελεσθῇ διὰ τῆς μεγαλυτέρας ποσότητος προζυμιοῦ ταχέως ἡ ζύμωσις τῆς ζύμης. Συνών. ἀναδεύω Α1 β, ἀναδίνω Α5, ἀνακινῶ, ἀναμίγω, ἀναπήζω, ἀναπιˬάνω. 2) Μεταφ ἐπαναλαμβάνω λόγους, τοὺς ὁποίους πρὸ ὀλίγου εἶπα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA