ἀναδοσιˬάρικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδοσιˬάρικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναδοσιˬάρικος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀνεδοσάρικος Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνάδοσι ἢ ἀναδοσιˬά καὶ τῆς παραγωγικῆς κατὰλ. –ιˬάρικος. Ἡ λ. καὶ ἐν ἐγγράφῳ τοῦ 1741.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ἢ ἀναδίδων ὑγρασίαν. Συνών. ἀναδοσερός,νοτερός, ὑγρός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA