ἀναδοσόβρασι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδοσόβρασι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναδοσόβρασι ἡ, ἀμάρτ. ἀνεδοσόβρασι Θήρ. -Λεξ. Μπριγκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀνάδοσι ἢ ἀναδοσιˬά καὶ βράσι.

Σημασιολογία

Νοτερὰ κατάστασις τῆς ἀτμοσφαίρας, καθ’ ἣν ἡ ἐκ τῆς ἐξατμίσεως τῆς γῆς ἀτμὶς καταπίπτει οἱονεὶ βράζουσα εἰς τὴν γῆν ὡς λεπτὴ βροχὴ καὶ ὑγραίνει τὴν ἐπιφάνειάν της. Συνών. ἀναδοσόβροχη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/