ἀναδοτῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδοτῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναδοτῶ Χίος (Βολισσ.) ἀναβοτῶ Χίος (᾿Αβγών.) ἀναοτῶ Χίος (Καρδάμ. Νένητ.) ἀνεδοτῶ Ἰων. (Κρήν.) ἀνεδοτίζω Χίος ἀνεοτίζω Χίος ᾿νεδοτῶ ’Ιων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ συμφύρ. τῶν ρ. ἀναδίνω καὶ νοτῶ παρὰ τὸ νοτίζω. ’Ιδ. Κ Ἄμαντ. ἐν Χιακ. Χρον. 2 (1914) 101. Κατὰ ΓΧατζιδ. ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀναδοτός ᾿Ιδ. ’Αθηνᾶν 28 (1916) Λεξικογρ. ’Αρχ. 113. Τὸ ἀνεδοτῶ κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. ἀνεδότησα.
Σημασιολογία
1)’Αναδίδω ὑγρασίαν ’Ιων. (Κρήν.) Χίος (’Αβγών. Βολισσ. Καρδάμ. Νένητ. κ. ἀ.): Ἀναοτεῖ ὁ τοῖχος Καρδαμ. Νένητ. ’Ανεδοτᾷ ἠ στάμνα Κρήν. Συνών. ἀζουδιˬῶ, ἀναδίνω Α 3, ἀναζουδιˬῶ, ἀναλείχω, ἀναξερνῶ. 2) Ὑγραίνομαι Ἰων. (Κρήν.) Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) : Τὰ σπίρτα ἠνεδοτήσανε καὶ δὲν ἅφτουνε Κρήν. Μὴν ἀφίνῃς ὄξω τὴ νύχτα τὰ σῦκα, γιˬατὶ ἀναοτοῦν Καρδαμ. Σὲ τόσα νερὰ ᾽ὲν μποροῦν νὰ μὴ ἀναοτἠσουν τἁ ποάριˬα μας αὐτὀθ. Συνών. ἀναδίνω Β 5, ἀναδωκιˬάζω, ἀναρρίχνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA