ἀναδράχτιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδράχτιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναδράχτιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ ἀδράχτιˬαγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἀδραχτιˬαστός < ἀδραχτιˬάζω. Τὸ ἀδράχτιˬαγους ἄνευ συνδέσεως κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ρήματος, διότι τὸ ἀρκτικὸν α ἐνομίσθη ὡς στερητικὸν διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2 α.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ περιτυλιχθεὶς εἰς ἄτρακτον, ἐπὶ νήματος: Ὅσου γνέμα ἔγνισα τώρᾳ γιˬὰ τό ’χου ἀδράχτιˬαγου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA