ἀναδριμιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδριμιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναδριμιˬάζω ἀμάρτ. ἀναδριμιˬάζου Στερελλ.(Αἰτωλ. ’Αρτοτ. Εὐρυταν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. δριμιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Αἱμωδιῶ ἕνεκα ποτοῦ ὀξέος τῆν γεῦσιν Στερελλ.. (Ἀρτοτ. Εὐρυταν.): Ἅμα πιˬῇς λιμουνάδα, ἀναδριμιˬάζουν τὰ δόντια. Συνών. μουδιˬάζω 2) Αἰσθάνομαι ἐρεθισμὸν ὑπὸ φαγητοῦ ἔχοντος δριμεῖαν γεῦσιν Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾿΄Εφαγα πιπέρ' κἰ μ᾿ ἀναδρίμιˬασι οὑ λιμός -ου- μ᾿ 3) Μετβ. προξενῶ ἐρεθισμόν, ἐπὶ φαγητοῦ Στερελλ.(Αἰτωλ.): Μ᾽ ἀναδριμιˬάζ’ ’ς τοῦ λιμό, ἅμα τρώου φαεῖ μὶ κόκκ’νουπίπιρου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA