ἀναδριμώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδριμώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναδριμώνω ΚΧατζόπ. Πύργ. ᾿Ακροπότ. 38

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνά καἰ τοῦ ρ. δριμώνω.

Σημασιολογία

Γίνομαι ἰσχυρότερος, ὀξύτερος, ἐντείνομαι: Τὸν πῆρε ᾿ς τὴν ἀρχὴ [τὸν βῆχα] ἀψήφιστα, ὅσο ποῦ τοῦ ἀναδρίμωσε ἄξαφνα. Συνών. δυναμῶνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/