ἀναδρομιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδρομιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναδρομιˬά ἡ, Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάδρομος.
Σημασιολογία
1) Δρόμος στενὸς καὶ ἀνηφορικός: Ἀπ᾿ τὸ χωριˬὸ ὥς τὸ ἐκκλησιδάκι ἦταν μιˬὰ ἀναδρομιˬά ἀνάμεσα σέ βάτα. 2) Πορεία εἰς δρόμον ἀνηφορικόν: Μισῆς ὥρας ἀναδρομιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA