ἀναδρομίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδρομίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναδρομίζω Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ἀνιδρουμίζου Λεσβ. ἀναδρομῶ ΚΠασαγιάνν. ἐν Νουμᾷ 228,4.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. δρομίζω. Τὸ ἀνιδρουμίζου ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνεδρομίζω.

Σημασιολογία

1)᾿Αμτβ. φέρομαι ταχέως, σπεύδω πρὸς μέρος τι ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. : Ποιημ Ξέρεις τὴ βρύσι ὅπου φυλάει | τὴ νεˬὰ μαρμαρωμένη καὶ κάθε νύχτα ἀναδρομάει | μὲ τ᾿ ἄτι ό καβαλλάρις; β) Περιφέρομαι ἐλευθέρως ἐδῶ καὶ ἐκεῖ Στερελλ. (Μεσολόγγ.): ᾿Αναδρομίζει τὸ ψάρι (ἐπὶ τῶν ἰχθύων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν εἰσέλθει εἰς τὲς πῆρες, ἀλλὰ περιφέρονται ἐντὸςτοῦ βιβαριˬοῦ). 2) Μετβ. περιτρέχω τι, ἐπὶ ἐντόμου Λέσβ. Τι' μ᾿ ἀνιδρο’μ’σι ; (τι’ ζωύφιον περιέτρεξε τὸ σῶμά μου;) Συνών. ἀνατρέχω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/