ἀναδωκιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδωκιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναδωκιˬάζω ἀμάρτ. ἀναδουκιˬάζου Λέσβ. ἀναδουκιˬάν-νου Λυκ (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀνάδωκα ἄορ. τοῦ ρ. ἀναδίνω.
Σημασιολογία
᾿Απορροφῶ ὑγρασίαν, ὑγραίνομαι. Συνών. ἀναδίνω Β5, ἀναδοτῶ 2, ἀναρρίχνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA