ἀναζουμώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναζουμώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναζουμώνω Πελοπν. (Βούρβουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ζουμῶνω.

Σημασιολογία

’Ανακτῶ σωματικὰς δυνάμεις, ἀναζωογονοῦμαι: Τὸ ζῷ ἐβόσκησε κιˬ ἀναζουμώσῃς λιγάκι. Συνών. ἀναδίνω Β1γ, ἀναζῶ, Α1 ἀναθάλλω Α2, ἀνακαρώνω (Ι), ἀναλαβαίνω, δυναμώνω, καρδαμώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/