ἀναζωντανεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναζωντανεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναζωντανεύω Κρήτ. ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. 2,16

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ζωντανεύω.

Σημασιολογία

Ἐπανέρχομαι εἰς τὴν προτέραν ἀκμήν, ἀναζωπυροῦμαι ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀναζωντάνευαν οἱ παλα͜ιὲς ἀγάπες Ππαπαχριστοδ. ἔνθ’ἀν. Πβ. ἀναζῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/