ἀναθαρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθαρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναθαρεύω πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. θαρεύω.

Σημασιολογία

᾿Αποκτῶ, λαμβάνω θάρος πολλαχ.:Τὰ παιδιˬὰ ἀναθαρέψανε καὶ τοῦ bήκανε ᾿ς τὸ ρουθούνι τοῦ γέρου γιˬὰ καλὰ Πελοπν (Μάν.) Ἀρχὴ εἶναι καὶ ντρέπεται τὸ παιδί, σήμερ’ αὔριˬο θ᾽ ἀναθαρέψῃ και᾿ θ᾿ ἀρχινήσῃ την κουβέντα μὲ τὸ θεῖο του Πελοπν. (Μεσσ.) Μόλις εἶδε τὴν παρέα του ἀναθάρεψε Λεξ. Δημητρ. Ἅμα εἴδαμε τό βαπόρι νἀ ἔρχεται ἀναθαρέψαμε Λεξ. Πρω ‖ ᾎσμ. Σὲ θωρῶ κιˬ ἀναθαρεύω καὶ τὰ χέριˬα μου χτυπῶ Πελοπν. (Κορινθ.) Πβ. ἀναθαρώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/