ἀνάθεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάθεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάθεμα τό, κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ.) 'Γσακων. ἀνάθθεμα Κῶς Ρόδ Τῆλ. ἀνάτθεμα Χίος ἀνάτ‒τεμα Νισυρ. ἀνάθεμαν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀνάθ‒θεμαν Κάρπ. Κύπρ. Μεγίστ Σύμ. κ. ἀ. ἀνάθιμα βόρ. ἰδιώμ. ἀνάθθιμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνάλεμα Κρήτ. ἀνάρεμα Καππ. (Ἀραβάν.) ἀνάθεκα Κρήτ. ἀράρεμα Καππ. (᾿Αραβάν.) ἄτεμα Καππ. (Φερτ.) ἄμα Κεφαλλ. ἀνὰ Θήρ. Ρόδ. Συμ. Χίος θεμὰ ᾿Αθῆν.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ ἀνάθεμα. Οἱ ἐξηλλοιωμένοι τύπ. ἀνάλεμα, ἀνάθεκα, ἀνάρεμα, ἀράρεμα, ἄτεμα, ὡς καὶ οἵ συγκεκομμένοι ἄμα, ἀνὰ καὶ θεμά κατ᾿ εὐφημισμ. πρὸς μετριασμὸν τῆς κακῆς σημ. τῆς λέξεως. Πβ. διˬάβολος –διˬάτανος κττ. Ὁ τύπ ἀνάθεμαν καὶ μεσν.
Σημασιολογία
1) Ὅ,τι εἴναι ἀποχωρισμένον ἀπὸ τὸ καλὸν καὶ ἔγκαταλελειμμένον εἰς τὸ κακόν, ἀφωρισμένον, κατηραμένον, συνήθως ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τῆς ἀναφορικῆς ἀντων. ποῦ (περὶ τῆς συντακτικῆς χρήσεως τῆς ὁποίας ἰδ. κατωτ.) πολλαχ.: Π ᾿ ἀνάθεμα νὰ γίνῃ! (ἀρὰ ἐπὶ πραγμάτων καὶ προσώπων). Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Π.Δ. (Δευτερον 7,26) «οὐκ εἰσοίσεις βδέλυγμα εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ ἀνάθεμα ἔσῃ ὥσπερ τοῦτο». Ἐντεῦθεν προῆλθεν ἡ κατὰ ποικίλους συντακτικοὺς τρόπους χρῆσις τῆς λέξεως εἰς φράσεις δηλούσας ἀρὰν καὶ ἀποστροφὴν (α) Μετ᾿ αἰτιατικῆς πρὸς δήλωσιν ὅτι τὸ δι’ αὐτῆς δηλούμενον πρόσωπον ἢ πρᾶγμα εἶναι ἄξιον ἀποστροφῆς κοιν. καὶ Καππ. (’Αραβάν.) Πόντ (Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων.: Ἀνάθεμα τόν πατέρα ποῦ σ’ ἔκανε! ᾿Ανάθεμα τό γονεˬό σου! ᾿Ανάθεμα τὴν κακὴ ὥρα ! ᾿Ανάθεμα την περίστασι! ᾿Ανάθεμα τὴν ὥρα ποῦ τὸν γνώρισα! Ἀνάθεμά τον, μὲ κατέστρεψε! Ἀνάθεμά τον ποῦ θὰ πῇ τέτο͜ιο λόγο! ᾿Ανάθεμά σε καὶ μ᾿ ἔφαγες! ᾿Ανάθεμά με ἀν ξέρω τίποτα! (δὲν ξέρω τίποτα!) κοιν. ᾿Ανάθεμα τὴ μάννα σ᾽ ! Χαλδ. Ἀνάθεμα τὴν ρίζαν καὶ τὴν φύτραν σου! Κάρπ. ᾿Ανάθεκά σε ! ἢ ἀνάλεμά σε! Κρήτ. ’Αράρεμα τὸ πρόσωπο σ᾿! ᾿Αραβάν. ᾿Ανάθεμά dι! (σε) Τσακων. ᾿Ανάθεμὰ μου τον! (τὸ ἀνάθεμά μου εἰς αὐτόν !) Χίος ‖ ᾎσμ ᾿Ανάθεμα τὴν ξενιτε͜ιὰ καὶ τοὺς καηˬμοὺς ὁπού ’χει ! Λεξ. Δημητρ. Ἀνάτ₋τεμά τον ποῦ θὰ πῇ ἀγάπη δὲ κτικιˬάζει, ἐκείνη μὲ κατήντησε γιˬατρὸς νὰ μὲ κοιτάζῃ! Νίσυρ. Ἡ χρῆσις καὶ μεσν. Πβ. Προδρομ 4,64a (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «ἀνάθεμά με, βασιλεῦ, καὶ τρισανάθεμά με»,᾿Αχιλλ. στ. 1667 (ἔκδ. Hesseling σ. 86) «ἀνάθεμα καὶ τὸν καιρόν, ἀνάθεμα τὴν ὥραν!» καὶ Μαχαιρ (ἔκδ. RDawkins) 1,222 «ἀνάθεμαν τὴν ὥραν καὶ τὴν ἡμέραν ὁποὺ μοῦ ’δῶκαν τὸ χαρτίν.» (β) Μετὰ τῆς ἀναφορικῆς ἀντων. ποῦ ὡς ὑποκ. τῆς ἑπομένης προτάσεως καὶ δηλούσης τὸ ἄξιον ἀποστροφῆς πρόσωπον ἢ πρᾶγμα κοιν. Ἀνάθεμα ποῦ θὰ κάμῃ - θὰ πῇ τέτο͜ιο πρᾶμα! (γ) Μετὰ τῆς ἀναφορικῆς ἀντων. ποῦ προτασσομένης βραχυλογικῶς κατὰ παράλειψιν τοῦ προηγουμένου ὀνόματος, εἰς ὃ ἐπιφέρεται τὸ π’ ἀνάθεμα ὡς ἀναφορικὸς προσδιορισμός, οἷον: ὁ’ δεῖνα, π᾿ ἀνάθεμά τον, μὲ χτύπησε κττ. σύνηθ.: Π’ ἀνάθεμά σε -τον-σας -τους! σύνηθ. Π’ ἀνάθεμα νὰ γένῃ! πολλαχ. ‖ Παροιμ. φρ. Π ’ ἀνάθεμα τὰ βλίτα | καὶ ποῦ τὰ κάνει πίττα! Εὔβ. (Κάρυστ.) ‖ ᾎσμ. Π’ ἀνάθεμα ποῦ ἔλεγε τ᾽ ἀδέρφιˬα δὲν πονε͜ιοῦνται, τ᾿ ἀδέρφιˬα σκίζουν τὰ βουνὰ ν᾽ ἀνταμωθοῦν ἀντάμα Θεσσ (Ὄλυμπ.) (δ) Μετὰ προτάσεως εἰσαγομένης διὰ τοῦ κιˬ ἂν πρὸς δήλωσιν ὅτι ἡ δι’ αὐτῆς ἐκφραζομένη πρᾶξις δὲν ἐπραγματοποιήθη, ἤτοι πρὸς δήλωσιν ἐντόνου ἀρνήσεως κοιν.: ᾿Ανάθεμα κιˬ ἂν κατάλαβα κιˬ ἂν εἶδα τίποτε! (δεν κατάλαβα, δὲν εἶδα τίποτε!). Ἀνάθεμα κιˬ ἂν ἔκλεισα μάτι! (δὲν ἐκοιμήθην διόλου !). ’Ανάθεμα κιˬ ἂν δούλεψε! (δὲν εἰργάσθη διόλου!). Ἀνάθεμα κιˬ ἂν ἔφαγα τίποτε! κοιν. ‖ᾎσμ. ᾿Ανάθεμα κιˬ ἂν δὲ bονῶ κι ἂ δὲν ἀναστενάζω! (πονῶ καὶ ἀναστενάζω πολύ!) Κρήτ. (ε) Μετ’ αἰτιατ. ἐπεχούσης θέσιν ἀντικ. τῆς ἑπομένης προτάσεως πρὸς δήλωσιν ἰσχυρᾶς ἀρνήσεως σύνηθ.: ᾿Ανάθεμα τὸ κέρδος ποῦ ἔχω! (οὐδὲν κέρδος ἔχω !) ᾿Ανάθεμα τὸ μάτι ποῦ ἔκλεισα! (δὲν ἐκοιμήθην διόλου!) σύνηθ. Ἔκαμες πολὺ κριθάρι; ₋Ἀνάθεμα τὸ κουκκί ! (ἐνν. ποῦ ἔκαμα, δηλ δὲν ἔκαμα καθόλου!) Κρήτ. Δῶσε μου λίγο ἁλάτι! ₋Ἄμα τό σπυρὶ ποῦ ἔχω! Κεφαλλ. ‖Γνωμ. Ὁ ἀdρας νἀ κουβαλῇ μὲ τὸ σακκὶ κ' ἡ γυναῖκα νἀ δίνῃ μὲ τὸ βελόνι, ἀνάθεμα τί ἀφίνει! (δὲν ἀφίνει τίποτε!) Κεφαλλ. Ἡ χρῆσις αὕτη καὶ ἐν Ἔρωτοκρ. Α 861 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)«μ᾿ ἀνάθεμά την τὴ χαρὰ ποῦ ᾿δε τὴν ὥρα ’κείνη!» (ς) Ὡς ἀντικ. Ρήματος συνήθως τοῦ ἔχω κοιν.: Ἀνάθεμα νά ΄χῃς ! κοιν. Τὸ ἀνάθεμα νά ᾽χης καὶ τὸ μέγα ἔλεος!Κρήτ. Νά ᾿χῃς τ᾿ ἀνάθεμα καὶ τὴν ὀργή! Θρᾴκ. Ποῦ νά ’χῃς τ᾿ ἀνάθεμα προσκέφαλο! Κρήτ. Καὶ κατὰ παράλειψιν τοῦ ρήματος κοιν.: Ἀνάθεμα καὶ τρισανάθεμα! κοιν. ‖ Παροιμ. φρ. Οὔτε συχώρησ᾽ οὔτ᾽ ἀνάθεμα (λέγεται εἰς περίστασιν, καθ᾿ ἣν δὲν θέλει κἀνεὶς νὰ κάμῃ οὔτε καλὸ οὔτε κακὸ) Αἴγιν. ‖ Παροιμ. Ὅπο͜ιος ἔχει καὶ φιλεῖ, | ἀνάθεμα κιˬ ἂν παντρευτῇ (ἀνόητος ὁ ὑπανδρευόμενος, ὁταν ἠμπορῇ καἰ χωρίς γάμον ἀνεγνωρισμένον νὰ ἔχῃ γυναῖκα) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.² 222, 666. (ζ) ᾿Απολύτως εἰς φράσεις μὴ δηλούσας ἀποστροφὴν ὡρισμένου προσώπου ἢ πράγματος Μεγίστ Πελοπν (Βυτίν.) Πόντ.(Κερασ.): Φρ. Τ’ ἀνάθεμα τοῦ Μεάλου Σαάτου Μεγίστ. Παροιμ φρ. ’Σ τοὺς πολλοὺς ἀνάθεμα δὲ χωράει (οἱ πολλοὶ εἶναι ἰσχυροὶ) Βυτίν. ‖ Γνωμ Ὅπο͜ιος λέγει τ᾿ ἀνάθεμαν πάγει ᾿ς σὴν κόλασιν Κερασ. Πβ. πεντανάθεμα, τρισανάθεμα, χιλιˬανάθεμα. 2) Ὁ τόπος ὅπου ρίπτονται οἱ λίθοι τοῦ ἀναθέματος πρὸς στηλίτευσιν κακουργήματός τινος, ὅστις δύναται νὰ εἶναι αὐτὸς ὅπου ἐτάφη ὁ κακοῦργος ἢ διεπράχθη τὸ κακούργημα ἢ καὶ ἀορίστως ἄλλος, ὅταν δὲν πρόκειται περὶ τάφου τοιούτου ἢ κακουργήματος γενομένου ἐν ὡρισμένῳ τόπῳ, ἔτι δὲ καὶ αὐτὸς ὁ σωρὸς τῶν λίθων (τὸ ἔθιμον τοῦτο καθ᾽ ὃ πᾶς ὁ ρίπτων τὸν λίθον ἀναφωνεῖ ἀνάθεμα! εἶναι λείψανον τοῦ παλαιοῦ διὰ λιθοβολισμοῦ θανάτου τῶν ἐγκληματιῶν) κοιν. καὶ Καππ.(Φερτ.): Τοῦ δεῖνα τοῦ ἔκαναν ἀνάθεμα. Θὰ γίνῃ τοῦ δεῖνα ἀνάθεμα κοιν. Ἅμα πιρνᾷς ἀπ’ τ’ ἀνάθεμα ρῖξι κ᾽σὺ νιˬὰ πέτρα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ‖ Φράσεις ἀρᾶς καὶ ἀποστροφῆς κατὰ προσώπων καὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα οἱονεὶ εἶναι ἄξια νὰ πηγαίνουν εἰς τὸν τόπον τοῦ ἀναθέματος, ἤτοι εἰς τὸν ὄλεθρον: Ἄμε ₋πήγαινε ₋σῦρε ’ς τ’ ἀνάθεμα! Νὰ πάς ’ς τ᾿ ἀνάθεμα! Ἄς πάῃ ’ς τ’ ἀνάθεμα! ᾽Σ τ᾽ ἀνάθεμα καὶ 'ς τὴν ὀργή! ’Σ τ᾽ ἀνάθεμα! Ποῦ ᾽ς τ᾽ ἀνάθεμα εἶναι! (συνών. φρ. ποῦ ᾿ς τὸ διˬάβολο εἶναι!) κοιν. Λάμνε 'ς τ᾽ ἀνάθ-θεμαν! Κύπρ. Παροιμ. φρ. Δὲ λέγω μήτε ᾿ς τὸ καλὸ μήτε ᾿ς τ’ ἀνάθεμα (οὔτε παρακινῶ οὔτε ἐμποδίζω, μένω ἀδιάφορος) Θεσσ (Ἁλμυρ.) ‖ ᾎσμ. Γιˬὰ πέ, νά ζήσῃς, λυερὴ ᾿πουπόθεν ᾽ν᾽ ἡ γενιˬά σου; Ἄς εἶναι μ’ ’ποῦ τ’ ἀνάθεμα κιˬ ἀποὺ τὴν μαύρην ὥραν ! (’ν’= εἶναι) Τῆλ. Ἄς εἶμαι ἀπ’ τ’ ἀνάθεμα κιˬ ἀπ’ τήν κακὴ τὴν ὥρα! Εὔβ. ’Σ τ' ἀνάθεμα τέτο͜ια ζωή, κάλλιˬα νὰ μὴν τὴν εἶχα! ἀγν τόπ. Ἡ χρῆσις αὕτη καὶ μεσν Πβ. Θεοφάν. 683,7 (ἔκδ. Βόννης) «ἄπελθε εἰς τὸ σκότος καὶ εἰς τὸ ἀνάθεμα». Συνών ἀναθεματίστρα, ἀναθεματούρι, λιθοσωρε͜ιά͵ τροχάλι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Θρᾴκ. ᾿Ιων.(Κρήν.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. ’Αργολ. ᾿Αρκαδ. Γορτυν.) Πορ. Σαμ. Στερελλ. (Εὐρυταν. Φωκ.). Ἤδη καὶ εἰς τοὺς μεταγν χρόνους ὡς τοπων. Πβ. Π. Δ. (’Αριθμ. 21,3) «καὶ ἐπεκάλεσαν τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Ἀνάθεμα».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA