ἀναθεματίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθεματίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναθεματίζω κοιν. καὶ Πόντ.(Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σαντ Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀναθ₋θεματίζω Κύπρ. Χίος κ. ἀ. ἀναθ₋θεματίζ₋ζω Σύμ. ἀναθιματίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀναθιματίν₋νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀναθεμακίζου Τσακων. ἀναρεματσίζω Καππ. (᾿Αραβάν.) ἀνεθεματίζω Α.Κρήτ. Σίφν. ἀναθεμίζω Θεσσ. (Ὄλυμπ.) ἀναθεματῶ Ἰων. (Κρήν.) Πελοπν.(Γορτυν.) κ.ἀ. ₋Λεξ. Δημητρ. ἀναθεματάω Πελοπν. (Αἴγ) ἀναθ₋θιματοῦ Λυκ.(Λιβύσσ.) ἀναθιμῶ Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Μακεδ. (Μάγ. Σνίχ. κ. ἀ.) Μετοχ. ἀναθεμένος Νάξ. (’Απύρανθ. Γαλανᾶδ. Φιλότ.) ’ματ’σμένουςἼμβρ.

Ετυμολογία

Τό μεταγν. ἀναθεματίζω. Ὁ τύπ. ἀναθεματῶ ἤδη μεσν. Πβ. Πολεμ Τρῳάδ. στ. 632 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. σ. 204) «τὸν καιρὸν ἀναθεματεῖ καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, | ὁπόταν ἐξημέρωσεν, ὁ πόλεμος ἐγίνη» Οἱ τύπ. ἀναθεμίζω καὶ ἀναθεμῶ νεώτεροι σχηματισμοὶ ἐκ τῆς ὀνομαστ. τοῦ οὐσ. ἀνάθεμα, τοῦ δευτέρου δὲ τύπ. ἡ μετοχ. ἀναθεμένος. Ἡ ἀφαίρεσις τριῶν συλλαβῶν τῆς μετοχ ’ματ’σμε’νους διὰ λόγον εὐφημητικόν.

Σημασιολογία

1) Ἐνεργ. καὶ μεσ καταρῶμαί τινα, βλασφημῶ τινα λέγων κατ᾽ αὐτοῦ τὸ ἀνάθεμα, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων κοιν. καὶ Καππ. (’Αραβάν.) Ποντ (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σαντ Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων.: ’Αναθεμάτισα τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ ποῦ τὸν εἶδα ₋ποῦ τὸ εἶπα κττ. Μέρα νύχτα τὸν ἀναθεματίζει ποῦ τοῦ ’φαγε τὰ λεφτά κοιν. Ἀναθ₋θεματίζει τούς γονςεˬούς μου Κύπρ. Αὐτὸς ἀναθ₋θιματᾷ μου Λιβύσσ. ᾿Ενεθεμάτιξα τὴν ἡμέραν καὶ τὴν ὥραν ποῦ ἐγεννέθα (ἐγεννήθην) Κερασ. Μὲ τοῦτες τοίς στοιβασμένες πέτρες ἀναθ₋θεματίσαν τον (τὸν ἀναθεμάτισαν ρίπτοντες εἰς ὡρισμένον μέρος πέτρες, αἱ ὁποῖαι ἐσχημάτισαν σωρὸν) Κύπρ. Τὸν ἀναθεματε͜ιοῦνται χῆρες καὶ ὀρφανὰ Λεξ. Δημητρ. ᾿Ενεθεματίστα ἀσ᾿ σόν ποππᾶν (ἀνεθεματίσθην ὑπὸ τοῦ ἱερέως) Τραπ. Χαλδ. ‖ ᾎσμ. Ἡ μάνα σου σ᾿ ἀναθιμάει, σὲ πικροαναθιμάει ποῦ ἔδουσις τήν ᾿Αρετὴ πουλὺ μακρεˬὰ ’ς τὰ ξένα Ὄλυμπ. Σ ᾿ ἀναθιμάει ἡ μάννα σου, σι μυριˬαναθιμάει, ὁπὄδουκις τἠν ᾿Ιβδουκιˬὰ πουλὺ μακρὰ ᾽ς τὰ ξένα Μακεδ. 2)Μέσ. καταρῶμαι τὸν ἑαυτόν μου, λέγω ἀνάθεμά με! ἐπὶ ὅρκου Ποντ (Τραπ.) Σῦρ κ. ἀ. : ᾿Ανάθεματίστηκα νὰ μὴν τὸ κάνω Σῦρ. ’Ενεθεματίεν καἰ ἐφορίεν (ἀναθεματίστηκε καὶ ἀφωρίστηκε) Τραπ. Διὰ τὴν χρῆσιν πβ. Κ. Δ. (Πράξ. ᾿Αποστ. 23,21) «ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς μήτε φαγεῖν μήτε ποιεῖν ἕως οὗ ἀνέλωσιν αὐτόν». Μετοχ.1) Ὁ παραδοθεὶς ἢ ὁ ἄξιος νὰ παραδοθῇ εἰς τὸ ἀνάθεμα, ἐπάρατος, ἐξώλης κοιν. καὶ Ποντ (Κερασ. Κοτύωρ.Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔ, ἀναθεματισμένε, τί μοῦ ἔκαμες! Ἔ,τὸν ἀναθεματισμένο! κοιν. θαρεῖς πῶς εἶναι ἀναθεματισμένος καὶ δὲ βρίσκει προκοπὴ Λεξ. Δημητρ. Ἄφωρισμένον κιˬ ἀναθεματισμένον!(ὁ ἀφωρισμένος κτλ.) Χαλδ. Τ᾽ ᾿ματ᾿σμέν᾿ dοὺ γιˬό ! Ἴμβρ. ᾿Αναθεμένου γιˬοῦ παιδί. Ἀπὐρανθ. 'Σ τ᾽ ἀναθεμένου τή μάννα! (ἀρὰ) Γαλανᾶδ. ‖ Παροιμ. ’Ποὺ τοῦ ἀναθ₋θεματισμένου τὸ μαντρὶν νἐ ᾽ρίφιν νἑ ἀρνὶν (δὲν πρέπει νὰ ἔχωμεν σχέσεις μὲ ἄνθρωπον κακόν. νὲ₌οὔτε) Κύπρ. ‖ ᾎσμ. ’Αναθεματισμένη, χαΐρι νὰ μὴ δῇς, τὸν ἄντρα ποῦ θὰ πάρῃς νὰ μὴ τόνε χαρῇς! Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀφωρισμένος (ἰδ. ἀφορίζω), καταραμένος (ἰδ. καταρε͜ιέμαι), τρισαναθεματισμένος (ἰδ. τρισαναθεματίζω). Ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Ανάθεματισμένη τοπων. Θρᾴκ. 2) Οὐσ., διάβολος Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. κ. ἀ. -Λεξ. Βλαστ. 488: Μὲν βλαστημᾷς ταὶ παίρνουν σε οἱ ἀναθ-θεματισμένοι Κύπρ. Συνών. ἀναθεμάτος, βερζεβούλης, διˬάβολος, τρισκατάρατος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/