ἀναθεμάτισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθεμάτισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναθεμάτισμα τό, σύνηθ. ἀναθεμάτισμαν Ποντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀνεθεμάτισμα Ἰων. (Κρήν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀναθεματίζω.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ ἀναθεματίζῃ τις, ἡ ἀρὰ τοῦ ἀναθέματος ἔνθ’ ἀν. : Τ᾿ ἀναθεμάτισμαν τρανὸν ἁμαρτία ἔν᾽ (μεγάλη ἁμαρτία εἶναι) Τραπ. Χαλδ. ‖ Φρ. Βάνω ἀναθεματίσματα (ἀναθεμαματίζω) Κρήν. Συνών. ἀναθεμάτι, ἀναθεματία, ἀναθεματίδι, ἀναθεματισμός. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ἀναθεμάτισμα Πελοπν. (᾿Αχαΐα Καλάβρυτ.) ᾿Αναθιμάτισμα Θεσσ. Ἀναθιματίσματα Θεσσ. (Πήλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/