ἀναθεματίστρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθεματίστρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναθεματίστρα ἡ, Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Ἄνδρ. Ρόδ. κ. ἀ. ἀναθιματίστρα Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. Λεσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀναθεματίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Σωρὸς λίθων συσσωρευθέντων εἰς μέρος, ὅπου ἐτάφη κακοῦργος εἰς αἰώνιον αὐτοῦ ἀνάθεμα, ἢ ὅπου ἔγινε φόνος πρὸς ἀναθεματισμὸν τοῦ φονέως. Ἕκαστος διαβάτης ρίπτει ἕνα λίθον ἐκεῖ ἐπιλέγων τρὶς ἀνάθεμάτον ἢ Θεὸς σ᾿χωρέσῃ τὀ σκοτωμένο καὶ ἀνάθεμα ᾿ς τὸ φονεˬὰ! Συνών ἀνάθεμα 2, ἀναθεματούρι, λιθοσωρε͜ιά, τροχάλι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἄνδρ. Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Ἴμβρ. Ροδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/