ἀναθεματούρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθεματούρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναθεματούρι τό, Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀναθ₋θεματούριν Κύπρ. -ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 2,83

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ ἀνάθεμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ –ούρι.

Σημασιολογία

Σωρὸς λίθων σχηματιζόμενος εἰς τὸν τόπον τοῦ ἐγκλήματος ἢ καὶ ἀλλαχοῦ εἰς ἐκδήλωσιν κατάρας τοῦ ἀδικήσαντος. Ἔκαστος διαβάτης ρίπτει εἰς τὸν τόπον τοῦτον ἕνα λίθον ἐκφωνῶν ἀνάθεμα! ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Κρατοῦν σε μέσα ’ς τὸ χωρκόν τέλε͜ια γιˬὰ ᾽ποσιˬούριν ταὶ γιˬὰ μιστο’ν σου ταπισών ἔν’ τ᾽ ἀναθ₋θεματούριν (᾿ποσιˬούριν₌ἀπόρριμα,₌ταπισών = κατόπιν) ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναθεματίστρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/