ἀναθερμαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναθερμαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναθερμαίνω Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,241 Μεσ. ἀναθερμαίνομαι ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,72.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀμάρτ. ἀναθερμαίνω, δι᾽ ὃ πβ. τὸ παρ’ Ἀριστοτ. ἀναθερμαίνομαι.
Σημασιολογία
1) Παρέχω εἴς τι θερμότητα, καθιστῶ τι θερμὸν Γ ᾿Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. : Ἀναθερμαίνει τοῖς καρδιˬὲς μὲ τὸ ζωηρὸ κίνημα τοὺ ἐρχομοῦ της. 2) Μέσ. αἰσθάνομαι θερμότητα, ζωογονοῦμαι ΚΚρυστάλλ. ἔνθ ἀν.: Ποίημ. Καὶ τὴν αὐγοὐλλα τὀ φιλοῦν μόλις τοῦ ἥλιˬου οἱ ἀχτῖδες κ’ ἐκεῖνο ἀναθερμαίνεται καἰ ξεπαγώνει ἀγάληˬα. Συνών. ζεσταίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA