ἀναθέτω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθέτω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναθέτω λόγ. κοιν. ἀναθήκω Ποντ. (Κερασ.) ἀναθέκω Πόντ. (Ματζούκ. Σάντ. Τραπ Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀνατίθημι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλαχ. Ὁ τύπ. ἀναθήκω ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀορ. ἀνέθηκα.

Σημασιολογία

1) Ἐπιφορτίζω τινὰ μὲ τὴν διεξαγωγὴν ὑποθέσεως ἢ ἐργασίας τινὸς λογ κοιν.: Σοῦ ἀναθέτω αὐτὴν τὴν ὐπόθεσι. Μοῦ ἀνέθεσε πολλὲς δουλε͜ιὲς καὶ δὲν ξέρω ἀποποῦ ν᾿ ἀρχίσω πρῶτα. Τοῦ ἀνάθεσα νὰ μοῦ βρῇ ἕνα ὑπάλληλο. πβ. ἀρχ. ἀνατίθημί τινί τι, ᾿Αριστοφ. Νεφ. 1452 «ταυτὶ δι᾽ ὑμᾶς, ὦ νεφέλαι, πέπονθ’ ἐγὼ | ὑμῖν ἀναθεὶς ἅπαντα τἀμὰ πράγματα».2) ᾿Επιρρίπτω κατά τινος ὀνειδισμούς, ὀνειδίζω Ποντ. (Κερασ. Ματζούκ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Παροιμ. Κάθετουν πομπὴ ᾿ς σὴ δέβαν κ᾿ ἐνεθέκ’νεν τοὶ δβάτας (ἐκάθητο ἡ πομπὴ εἰς τὴν διάβασιν καὶ ὠνείδιζε τοὺς διαβάτας. Ἐπὶ ἀναιδοῦς ψέγοντος τοὺς ἄλλους δι’ ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα ἔχει καὶ ὁ ἴδιος καὶ μάλιστα εἰς μεγαλύτερον βαθμόν. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχοῦ τοῦ Ποντ.) Ματζούκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/