ἀναθεώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθεώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναθεώνω, μές. ἀναθεώνομαι Πελοπν. (Μάν.) ἀναθεούνομαι Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. θεώνω.

Σημασιολογία

1)Ἔχω μεγάλην τρικυμίαν, κυματοῦμαι, ἐπὶ θαλάσσης (τῆς ὁποίας τὰ κύματα ἀνέρχονται οἵονεὶ μέχρι τοῦ Θεοῦ): ᾎσμ. Ἅι-Δημήτρι ἀφέντη μου, | πῶς δὲ βοήθησες κ’ ἐσὺ μέσ᾽ ’ς τοῦ Τσιρίγου τὀ νησί | π᾿ ἀναθεούθ’ ἡ θάλασσακ᾿ ἔστησε κύματα χοντρά! β)Ἐξανίσταμαι, ἐξεγείρομαι κατά τινος ἀπειλητικῶς. 2)κάμνω ἐμετόν Συνών. ἀναγουλιˬάζω 4, ἀνακερώνω, ξερνῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/