ἀναθιβάλλω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθιβάλλω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναθιβάλλω Κρήτ. κ. ἀ.₋Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀναθ-θιβάλλω Κάσ. ἀναντσιβάλλω Ἀμοργ. ἀνεθιβάλλω Θήρ. ἀνεθ₋θιάλλω Κάρπ. ἀνεθιβέλλω Θήρ. ᾽νεθ₋θιβάλλω Τῆλ. ἀναθιβάνω Κρήτ Κύπρ. Μῆλ. Νάξ. κ. ἀ.₋ Λεξ. Δημητρ. ἀνανθιβάνω Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) ἀναθιβαίνω Κέρκ. Κρήτ. ἁναθιβαίρνω Κρήτ. (Ἔμπαρ.) ἀνεθιβάνω Κύπρ. ἀνεθιβάζω Χίος

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀναθιβάλλω. Πβ. καὶ τὸ ἁπλοῦν ἀθιβάλλω. Καὶ ὁ τὐπ. ἀναθιβάνω μεσν. Πβ. Γαδαρ. διήγ. στ. 463 (ἔκδ. Wagner σ. 137) «ἐκάθισαν ν᾽ ἀναπαυθοῦν, καμπόσον ν᾿ ἀνασάνουν, | γαδάρου τὰ καμώματα ἐκεῖ τ’ ἀναθιβάνουν». Διὰ τὸ ἀνεθιβάλλω πβ. ἀναδίνω₋ ἀνεδίνω κτὅ. ᾿Εν τῷ ἀναθιβαίρνω τὸ ρ κατ᾽ ἐπίδρασιν τῶν εἰς -έρνω ρ., οἷον ἀμολλάρω ἀμολλέρνω κττ. Τὸ ἀνεθιβάζω κατὰ τὸ βάζω παρὰ τὸ βάλλω.

Σημασιολογία

Α) ᾿Αμτβ. 1) Εἶμαι εἰς ἀμφιβολίαν, ἐνδοιάζω, διστάζω, ἀμφιβάλλω Κέρκ.(᾽Αργυρᾶδ.) κ. ἀ.₋Λεξ. Βλαστ.: Θὰ πάς αὔριο ’ς τὸ πλύμα; ₋Ἀνανθιβάνω μὲ τούτονε τὸν καιρὸ ’Αργυρᾶδ. 2) ᾿΄Εχω διάφορον γνώμην περί τινος, διαφωνῶ πρός τινα περί τινος Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.): Μὴν ἀνανθιβάνῃς σ᾿ αὐτὸ ποῦ σοῦ λέω. 3) ᾿Απροσ. ἔρχεται εἰς τὸν νοῦν Θήρ.: Μηδὲ τοῦ ἀνεθιβέλλει Λαμπριˬανά (οὐδὲ κατὰ διάνοιαν τοῦ ἔρχονται τὰ Λαμπριανά ἤτοι γλυκύσματα. τοῦ Πάσχα). Β) Μετβ. 1)Κάμνω λόγον περί τινος, ἀναφέρω τι Ἀμοργ. Θήρ. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Κύπρ. Μηλ Νάξ. Τῆλ. Χίος κ. ἀ. ₋Λεξ. Βλάστ. Πρω. Δημητρ.:Μή μου ἀναθιβάλλῃς τὰ παλα͜ιὰ Κρήτ. Μὴ μοῦ τὸ ἀνεθιβάλλῃς Θήρ. Ἦρτεν ἡ ἀθ₋θιολή κ’ἐνεθ-θιάλαμεν τον (λόγου γενομένου ἀνεφέραμεν αὐτὸν) Κάρπ. ‖ Φρ. Λόξυγγας μ᾽ ἔπιˬασε, κἄπο͜ιος θὰ μ’ ἀναθιβάνῃ (πρόληψις) Λεξ. Δημητρ. ‖ ᾎσμ. Καὶ ποῦ τὸ ξέρεις τ’ ὄνομα καὶ τὸ ἀναθιβάνεις; ὄνομα ποῦ δὲν ἤξερεν ὁ νοῦς σου νὰ τὸ βάλῃ; Νάξ. Δάσκαλε, εἶdα ναι τὰ μιλεῖς κιˬ αὐτὰ π᾿ ἀναθιβάνεις; Κρήτ. Κόρη, ποῦ τό ’βρες τ’ ὄνομα αὐτὸ π᾿ ἀνεθ-θιάλλεις; Κάρπ. Τὴν πεˬὸ ὄμορφη τῆς γειτονιˬᾶς ἀναθιβάναν ὅλες Λεξ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾿Ιμπερ. καὶ Μαργαρ. στ. 667 (ἔκδ. ‘ELegrand Biblioth. 1,307) «λοιπὸν πρὸς τὸ ἐγκόλφιον θέλω ν᾽ ἀναθιβάλω». Συνών. ἀθιβάλλω 3, ἀθιβολεύω (ΙΙ) 3, ἀμφιβάλλω 2, ἀναβάλλω 5, ἀναγογυρεύω 2, ἀναγορεύω 1, ἀναγυρεύω 2, ἀναθιβολεύω 1. β) Ἀφηγοῦμαι, ἐξιστορῶ τι Κασ. Κρήτ. Κύπρ. κ. ᾊσμ. Ἅι μου Γεˬώργι ἀφέντη μου, ὀμορφοκαβαλλάρι, ποῦ ᾽σαι ζωσμένος τὸ σπαθὶ καὶ τὸ χρυσὸ κοντάρι, τὴ χάρι καὶ τὴ δόξα σου θέλω ν᾿ ἀναθιβάλω Κρήτ. Τώρ᾿ ἀρκινῶ σας τὴν ἀρκὴν νὰ σᾶς ἀνεθιβάνω, ν᾿ ἀκούσετε πῶς ἔχασεν τὸν μέγαν δραομᾶνον Κύπρ. γ) ᾿Εν τῆ ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ, ἀναφέρω τὸ ὄνομα τινὸς ἐν τῇ λειτουργίᾳ ἢ ἐν ἄλλῃ ἱεροπραξίᾳ, μνημονεύω ᾿Αμοργ. Κρήτ.: Ἀναθίβαλέ dονε ὁ παππᾶς Κρήτ. 2) Φέρω τι εἰς τὴν μνήμην μου, ἀναπολῶ, ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι Θήρ. Κρήτ Τῆλ. Χίος κ. ἀ. ₋Λεξ. Δημητρ.: Δὲν τόν ἀναθιβάλλω πο͜ιος ἦταν Λεξ. Δημητρ. ‖ ᾎσμ. Θέ μου καὶ δῶσ’ μου ἀπομονὴ καὶ νοῦν εἰς τὸ κεφάλι ν᾽ ἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ καὶ τῶ Σφακιῶ τὰ βάλη (παθήματα, συμφορὰς) Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Διγεν. Ἀκρίτ. στ. 121 (ἔκδ. SLambros σ. 118) «λοιπὸν ἐκεῖνον τὸν καιρὸν εἰς πόλεμον μεγάλον | ἐπῆγεν ὁ πατέρας της καθὼς ἀναθιβάλλω Συνών. ἀναγορεύω 1 β, ἀναθυμίζω, ἀνιστορῶ , θυμάμαι. 3) Διανοοῦμαι, σκέπτομαι Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Ἀναθιβάνω ὁ ἄμοιρος γλήγορα νὰ μισσέψω, τὰ ξένα κάλλιˬα νὰ μὲ φάν παρ᾽ ἐπαδῶ νὰ ρέψω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/