ἀνάθινος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάθινος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνάθινος ὁ, Κάρπ. ἀναθινός Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ θινὸς (σωρὸς) παρὰ τὸ ἀρχ. θίς.
Σημασιολογία
Τὸ ἄκρον ἀγροῦ, τὸ ὁποῖον καλλιεργεῖται διὰ σκαπάνης, διότι διὰ τοῦ ἀρότρου τοῦτο δὲν εἶναι δυνατόν: Περίσκαψε τὸν ἀνάθινο νὰ μὴν ἀπομείνῃ χέρισος. Συνών. ἀναβόλα1,ἀναβολάδα, ἀναβολὴ 2. Πβ. καὶ ἀνάβολος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA