ἀναθρονιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθρονιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναθρονιˬάζω ἀμάρτ Μεσ. ἀναθρονιˬάζομαι Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. θρονιˬάζω.

Σημασιολογία

Μεσ. κάθημαι ἀνέτως, ἀναπαυτικά, χωρὶς νὰ φαίνωμαι διατεθειμένος νὰ σηκωθῶ : Τί μοῦ ἀναθρονιˬάστηκες ’ς τόν καναπέ; Συνών. στρογγυλοκάθομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/