ἀναθυμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναθυμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναθυμίζω σύνηθ. ἀνεθυμίζω Α.Κρήτ. κ.ἀ. ἀναθυμῶ Γ’Αθάν. Πρωινὸ ξεκίν. 36 ₋Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀναθ’μῶ Μακεδ. (Καταφύγ.) Μέσ. ἀναθυμίζομαι ᾿Αθῆν. ἀναθυμοῦμαι ᾿Ιων. (Σμύρν.) Καππ. Κερκ Κρήτ. Πειρ. Πελοπν. (Λάκων) Ποντ (Κοτύωρ. Νικόπ.) -ΙΒενιζέλ. Παροιμ.² 294,142β ΙΔραγούμ. Σταμάτ. 52 ₋Λεξ. Δεέκ Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀναθυμε͜ιοῦμαι Ζάκ. ἀναθυμε͜ιέμαι Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀναθυμε͜ιῶμαι Πελοπν. (Ἦλ.) ἀναθυμᾶμαι Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ₋Λεξ. Δημητρ. ἀναθ'μοῦμι Μακεδ. ἀνεθυμοῦμαι Α.Κρήτ. Κυκλ (Κύθν. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀναθυμίζω. Καὶ τὸ μεσ. ἀναθυμᾶμαι μεσν. Πβ. Ξενιτ στ. 15 (ἔκδ. Wagner σ. 203) «ἀναθυμᾶται καὶ θρηνεῖ καὶ βαρυαναστενάζει». Τὸ ἀναθυμοῦμαι καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
Ἐνεργ. καὶ μεσ μετβ. ὑπομιμνήσκω, ὑπενθυμίζω τι εἴς τινα σύνηθ.: Νὰ μοῦ τὸ ἀναθυμίσῃς Λεξ. Δημητρ. Τὸ δαχτυλίδι του μοῦ τὸν ἀναθυμίζει αὐτόθ. ‖ Παροιμ. Τ᾿ Αὐγούστου τά βορεˬάσματα τό Μάι ἀναθυμοῦνται (οἱ κατ᾽ Αὔγουστον πνέοντες βόρειοι ἢ βορειοανατολικοὶ ἀνεμοι ἀνακουφίζοντες ἀπὸ τοῦ θερινοῦ καύματος ὑπενθυμίζουν τὸν δροσερὸν Μάιον. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ. Πβ. Ν Πολίτ. Παροιμ. 2,631) Πειρ.₋ Ποιημ. Τ᾽ ἀρχοντικοῦ σπιτιˬοῦ τ᾽ ἀπομεινάρι ἀναθυμάει ᾽ς τὸ νοῦ χρόνιˬα παλα͜ιά Γ’Αθάν. ἔνθ’ ἀν. Συνών θυμίζω. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διγεν. ’Ακρίτ. 1302 (ἔκδ. ΑΜηλιαρ.) «καὶ πάλιν διὰ ἔρωτα ἀναθυμίζω τώρα. Καὶ ἀμτβ. ὁμοίως ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀναπολῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι σύνηθ. καὶ Καππ. Ποντ (Κοτύωρ. Νικόπ.): Οἱ μεγάλοι ἀναθυμίζουν τά παλα͜ιά τους ᾿Αθῆν. Νὰ μ᾿ ἀναθ’μᾷς Καταφύγ. ᾿Αναθυμήθηκε τοὺς παλα͜ιοὺς ψαράδες τοῦ νησιˬοῦ ποῦ δὲν κουβεντιάζανε ποτὲς γιˬά τὸ μελλούμενο ψάρεμα (ἐκ διηγ.) Ἑβδομαδ. Τύπ. 2 Αὐγούστου 1934. Χαρούμενος ὅλη τὴν ἡμέρα ἀναθυμοῦνταν τοὶς στιγμὲς τοίς ἐρωτικὲς ποῦ πέρασαν ΙΔραγούμ. ἔνθ’ ἀν. Ἄν τό ἀναθυμηθῶ καμμιˬὰ μέρα, θὰ τοῦ ξαναειπῶ Λεξ. Δημητρ.‖ Φρ. Σταφύλιˬα ἀναθυμήθηκες μέσ’ ᾿ς τὸ χειμῶνα (πρὸς τὸν ποθοῦντά τι ἀκαίρως) αὐτοθ. ‖ᾊσμ. Σήμερα τὰ ματάκιˬα μου θὰ κλάψουν τὰ καηˬμένα, γιˬατὶ ἀναθυμηθήκανε πράματα περασμένα Λάκων. ᾿Επεσα καὶ κοιμήθηκα, | τὴ νύχτα ἀνανοήθηκα, τὸ λόγο ἀναθυμήθηκα αὐτοθ. ᾿Αναθυμᾶμαι τὴν αὐγὴ | ποῦ μοῦ ’ταξες ἕνα φιλεῖ τὴ νύχτα τ᾽ ὀνειρεύομαι | καὶ τἠν ἡμέρα καίγομαι Λεξ. Δημητρ. Κ ’ ἔτσι όσα γνώρισε καλὰ ὁ νοῦς μου ἀναθυμε͜ιέται αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Συνών. ἀναγορεύω 1β, ἀναθιβάλλω Β2, ἀνιστορῶ, θυμᾶμαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA