ἀναίρεσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναίρεσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναίρεσι ἡ, λόγ. σύνηθ. Καί δημῶδ. Σύμ. ἀναίρισι Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀναίρεσις.
Σημασιολογία
1) Εἰς τὴν δικαστικὴν γλῶσσαν τὸ ἔνδικον μέσον, διὰ τοῦ ὁποίου ζητεῖται ἀπὸ τὸ δικαστήριον τοῦ Ἀρείου Πάγου ἡ ἀκύρωσις ἀποφάσεως κατωτέρου δικαστηρίου ὡς νομικῶς ἐσφαλμένης: Κάνω ἀναίρεσι. 2) Ἄρνησις, ἐναντίωσις Λυκ.(Λιβύσσ.) Σύμ.: Κἀμν’ ἀναίρισιν Λιβύσσ. Φέρνει ἀναίρεσι Σύμ. Εἶναι γοῦλον ἀναίρεσι αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA