ἀναίσθητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναίσθητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναίσθητος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀναίστητος πολλαχ. ἀναίστητους ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παλληκάρ. 9

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀναίσθητος. Τὸ ἀναίστητος καὶ μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. στ. 3040 (ἔκδ WWagner σ. 327) «ἄψυχον, ἀνενέργητον, ἀναίστητον τελείως».

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀπολέσας τὰς αἰσθήσεις του κοιν.: Χτύπησε τὸ κεφάλι του κ’ ἔμεινε πολλὴ ὥρα ἀναίσθητος. Ὁ γιˬατρὸς τοῦ ’κανε τὸ ποδάρι ἀναίσθητο (ἐπροξένησεν εἰς αὐτὸ ἀναισθησίαν δι᾿ ἐνέσεως) κοιν. ‖ Φρ. Ἔμεινε νεκρὸς κιˬ ἀναίσθητος (ἐπὶ τελείας ἀναισθησίας) Πελοπν. (Βούρβουρ) 2) Ὁ μὴ συναισθανόμενος ἠθικῶς, ὁ μὴ συγκινούμενος κοιν.: Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ἀναίσθητος, δὲ συγκινεῖται ἀπὸ τίποτα. Ἀναίσθητη γυναῖκα, ἀρνήθηκε ὁλότελα το παιδί της.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/