ἀναίσχυντος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναίσχυντος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναίσχυντος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀναίσκυντος. πολλαχ. ἀνάσκυντος Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀναίσχυντος. Τὸ ἀναίσκυντος καὶ ἐν Πεντατεύχ. (ἔκδ. Ηesseling) Δευτερον. 13,14 «παιδιὰ ἀναισκυντὰ» καὶ 15,9 «πρᾶμα...ἀναίσκυντο».
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων αἰδῶ, ἐντροπήν, ὁ πλήρης θρασύτητος :Ἀναίσχυντος ἄνθρωπος. Ἄναίσχυντη γυναῖκα. Συνων. ἀδιˬάντροπος, ἀναιδής, ἀνέντροπος, ἀποδιˬάντροπος, ξεδιˬάντροπος, ξεσκισμένος (ἰδ. ξεσκίζω), ξετσίπωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA