ἀναισχυντῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναισχυντῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναισχυντῶ ἀμάρτ. ἀνασκυντῶ Λεξ. Μπριγκ. ἀνασκυντάω Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Παξ. ἀνασκυdάω Κεφαλλ. ἀνασκυντίζω Παξ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναισχυντῶ₌εἶμαι ἀναιδὴς καὶ μεταχειρίζομαί τινα μετ᾽ ἀναιδείας. Τὸ ἀνασκυντίζω ἐκ τοῦ μεσν. ἀναισχυντίζω. Πβ. Προδρομ. 3,888 (ἔκδ.Hesseling Pernot) «ὄξινον δότε ἀπὸ τοῦ νῦν κρασὶν τὸν Ἱλαριῶνα, | ἂς ἔνι καὶ ὀλιγούτσικον νὰ μὴν ἀναισχυντίζῃ».

Σημασιολογία

Ἐπιπλήττω τινὰ ἔνθ’ ἀν.: Θὰ μ᾽ ἀκούσῃ ὁ ἄντρας μου καὶ θὰ μ’ ἀνασκυντήσῃ Κέρκ Ἀνασκύdησες τὸ παιδὶ καὶ τὸ πῆρε τὸ παράπονο Κεφαλλ. Ἐκλαιε τὸ παιδί, γιˬατὶ τὸ ἀνασκύdησα αὐτοθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σπαν στ. 405 (ἔκδ. Wagner σ. 17) «μὴ ἀναισχυντήσῃς γέροντα μηδὲ καταφρονήσῃς».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/