ἀναίτια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναίτια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀναίτια ἐπίρρ. Κάρπ. κ. ἀ. -ΚΟὐράν. ἐν ’Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 288

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀναίτιος.

Σημασιολογία

Χωρὶς αἰτίαν, χωρὶς λόγον ἔνθ' ἀν.: ᾎσμ. Ὀσκέ, δῶσε μου τὴν ψυχὴ ’ς τὸν οὐρανὸν ν᾿ ἀνέω. ‒Ἀναίτια κιˬ ἀνάφορμα ψυχὴ δὲν παραδίνω (᾽οσκὲ₌βοσκέ, ἀνέω=ἀνέβω) Κάρπ. ‒Ποίημ. Σκέψου, Θεέ μου, ὅλους αὐτοὺς ποῦ δυστυχοῦν ἀναίτια ΚΟὐράν. ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/