ἀνακαθίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακαθίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακαθίζω σύνηθ. ἀνακαθίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀνικαθίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) κ. ἀ. ἀγκαθίζουΜακεδ.(Σιάτ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀνακαθίζω. Τὸ ἀνικαθίζου ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνεκαθίζω.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Ἀνεγείρω τινά, ὥστε νὰ καθίσῃ μὲ τὸν κορμὸν ὅρθιον καὶ τοὺς πόδας ἡπλωμένους Λεξ. Πρω.: Ἀνακάθισε τὸ παιδὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ γάλα του. β) Μεταφ. ἀνατρέφω, ἐκτρέφω, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων Εὔβ. (Κονίστρ.) κ. ἀ. ₋Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. : Εἶδα τσ᾽ ἔπαθα ὅσο ν᾿ ἀνακαθίσου τὰ παιδία μου Κονίστρ. Ἀνακαθισμένο παιδὶ (ἱκανῶς ἀνεπτυγμένον, ὥστε νὰ μὴ ἔχῃ ἀνάγκην ἰδιαιτέρας ἐπιμελείας) αὐτόθ. Ἀνακαθισμένο ἀρνὶ πουλλι᾿ κττ. (τὸ ἀποσπασθὲν τῆς μητρός του καὶ μόνον του τρεφόμενον) αὐτόθ. Συνών. ἀναγιˬώνω 1, ἀναθρέφω 1, ἀναστένω, μεγαλώνω, παιδοκομῶ. 2) ᾿Ανασηκώνων τὸν πληρούμενον σάκκον κτυπῶ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ ὑπανεγείρων σείω αὐτὸν διὰ νὰ κατακαθίσῃ τὸ περιεχόμενόν του καὶ οὕτω δεχθῇ περισσοτέραν ποσότητα Κρήτ.: ᾎσμ. Οὕλοι οἱ διˬαόλοι ᾿ς τὸ σακκὶ καὶ ἡ γραῖ νά ναι ᾿ς τὸ bάτο νὰ τὴν ἀνακαθίζουνε νὰ πηˬαίνῃ παρακάτω (σκωπτικόν). Συνών. ἀνασακκιˬάζω, ἀνασακκίζω, ἀντισακκιˬάζω, σηκωχτυπῶ. Β)Ἀμτβ. 1)Κατακείμενος ἀνεγείρομαι οὕτως, ὥστε νὰ ἔχω τοὺς πόδας μὲν ἡπλωμένους, ἀλλὰ τὸν κορμὸν ὄρθιον σύνηθ.: Ἀνακάθισε ᾿ς τὸ κρεββάτι- ᾿ς τὸ στρῶμα σύνηθ. Σ’κώθ’κι κι ἀνικάθ’σι κ᾿ ἕγλιπι μὶ προυσουχὴ Αἶν. ᾿Ανακάθισε αὐτὸς σταυροπόδι κιˬ ἄφησε νὰ πέσῃ τὸ σκουτὶ ὡς τὴ μέση του ΙΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 81. Ὁ παππᾶς᾽ς τὸν ὕπνο του ἄκουσε τὴν καμπάνα, ταραγμένος πετάχτηκε κιˬ ἀνακάθισε σέρνοντας ἀποπάνω του τὰ σκεπάσματα ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾴκ. ἠθογραφ. 2,91. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Πλατ Φαίδ. 60β «ἀνακαθιζόμενος εἰς τὴν κλίνην.. Συνών. ἀνακάθομαι, ἀνασηκώνομαι (ἰδ.ἀνασηκώνω). 2)Σηκώνομαι ἀπὸ τὴν θέσιν μου καὶ κάθημαι ἀλλοῦ, μεταβάλλω θέσιν Χίος: Ἀνάκατσε νὰ ξεμουδιˬάσῃς. 3) Χορεύω τὸν χορὸν τὸν καλούμενον ἀνα καθιστὸ Μακεδ.(Σιάτ.): Ἔλα ν’ἀγκαθίσουμι. 4)Μεταφ αὐξάνομαι, ἀναπτύσσομαι, ἐπὶ παιδίων καὶ φυτῶν Χίος : Νὰ μὴ δέ ν’ ἀνακάτσῃ! Συνών. ἀναθάλλω ΑΙ, ἀνακαρὠνω(Ι)2, μεγαλώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA