ἀνακάθομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακάθομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακάθομαι πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀνακάθημαι.

Σημασιολογία

Κατακείμενος ἀνεγείρομαι, ὥστε νὰ ἔχω τὸν κορμὸν ὅρθιον: ’Ανακάθεται ᾿ς τὸ κρεββάτι καί τρώει Λεξ. Δημητρ. ǁ ᾎσμ. Σὰ χῆνα ἐπερπάτουνε, σὰ bάπιˬα ἀνακαθότου Κεφαλλ. Ὡς ἀόρ. τοῦ ρ. εὔχρηστος ὁ ἀόρ. τοῦ συνων. ἀνακαθίζω. Μετοχ. ἀνεκαθούμενος = βρικόλακας (ὥς ἀνεγειρόμενος ἐκ τοῦ τάφου) Τῆν. -Λέξ. Βλαστ. 487

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/