ἀνακαινίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακαινίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακαινίζω λόγ. κοιν. καὶ Καππ. (Φερτ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ. ἀ.) ἀναγκαινίζω Πόντ. (Ἀμισ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀνακαινίζω.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανοικοδομῶ ἢ ἐπισκευάζω, ἐπιδιορθώνω, ἐπὶ ναοῦ καὶ τῶν ἐν αὐτῷ πραγμάτων λογ. κοιν. καὶ Πόντ (’Αμισ. Κερασ. Τραπ. κ. ἀ.). Ἡ σημ. καὶ μεσν. β) Φυτεύω τι ἐκ νέου, ἀναφυτεύω, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, τῆς ὁποίας ἐκριζώνονται τὰ παλαιὰ καὶ ἄκαρπα κλήματα καὶ φυτεύονται νέα Χίος: ᾿Ανακαινίζω τ᾿ ἀμπέλι. 2) Αὐξάνω τὴν ζύμην διὰ τῆς προσθήκης ἀλεύρου Καππ. (Φερτ.) Συνών. *ἀναδέρνω, ἀναδεύω Α 1 β, ἀναδίνω Α5, ἀναδορώνω 1, ἀνακικῶ. ἀναμίγω, ἀναπήζω, ἀναπιˬάνω Πβ. ἀνακάνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/