ἀνακάλυβο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακάλυβο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνακάλυβο τό, Πελοπν. (Γελίν. Καρυὰ Κορινθ. Τρίκκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. καλύβι.

Σημασιολογία

Συνήθως κατὰ πληθ., τὸ γωνιῶδες καινὸν ποῦ σχηματίζεται μεταξὺ τοῦ ἄνω ὄριζοντίου μέρους τοῦ τοίχου καὶ τῶν ἐφαπτομένων ξύλων τῆς ἀετοειδοῦς στέγης, ὅπου τοποθετοῦνται διάφορα σκεύη, ἐργαλεῖα κττ.: Βάλ’ το ’ς τ᾿ ἀνακάλυβα το᾽ αλὶ (ἐκ τοῦ ξυˬαλί =ξύστρα τοῦ εἰς τὸ ὑνίον προσκολλωμένου χώματος, ἡ ξυάλη) Καρυά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/