ἀνάκαμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάκαμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάκαμα τό, Κύθν. Τῆν. ἀνάκαυμα Κάρπ. Ροδ. ἀνέκαμα Καρπ. ᾿νέκαμα Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακαίω, παρ’ ὃ καὶ ἀνακαύγω, ὅθεν τὸ ἀνάκαυμα.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἐκ νέου θέρμανσις τοῦ ψυγέντος φούρνου πρὸς τέλειον ψήσιμον τῶν ἄρτων Ρόδ. β) Συνεκδ. οἱ κλάδοι ἢ τὰ φρύγανα, διὰ τῶν ὁποίων γίνεται ἡ ἀναθέρμανσις τοῦ φούρνου Ρόδ. Συνών ἀνακάρωμα 1, προσάναμμα, προσαψίδι. 2) Ὁ δι᾽ ἀνακαύσεως πυρὸς γινόμενος καθαρισμὸς τῆς κυψέλης Κάρπ. 3)Ἀτμόσφαιρα θερμή, καιρὸς ζεστὸς Κάρπ Κύθν. Συνων. κουφόβρασι, νεφόκαμα, συννεφόκαμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/