ἀνακάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακάνω Δ.Κρήτ. ἀνεκάνω Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κάνω.
Σημασιολογία
᾿Επαναλαμβάνω ἐργασίαν τινά, κάμνω ἐκ δευτέρου ἔνθ᾽ ἀν. : Φρ. ᾿Ανεκάνω τὸ προζύμι (ἀναζυμώνω αὐτὸ προσαυξάνων διὰ τῆς προσθήκης ἀλεύρου, ὥστε νὰ αὐξηθῇ κατὰ ποσότητα καὶ νὰ προκαλέσῃ τὴν ταχεῖαν ζύμωσιν τοῦ ὅλου φυράματος) Α.Κρήτ. Πβ. *ἀναδέρνω, ἀναδεύω Α1β, ἀναδίνω Α5, ἀναδορώνω 1, ἀνακαινίζω 2, ἀνακινῶ, ἀναμίγω, ἀναπήζω, ἀναπιˬάνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA