ἀνακαούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακαούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνακαούρα ἡ Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνά καἰ τοῦ οὐσ. καούρα.
Σημασιολογία
Δυσάρεστον αἰσθημα τοῦ φάρυγγος γεννώμενον ἀπό ἐρυγήν εἴτε ἔδεσμα καὶ ποτόν καυστικόν ἤ ὀξύ εἴτε ἀπὸ ἄλλην πάθησιν. Συνών. ἀνακαψάδα, ἀνακαψίδα, ἀνακαψίλα, καήλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA