ἀνακαράδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακαράδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνακαράδα ἡ, ἀμάρτ. ἀνεκαράδα Νάξ.(Ἀπύρανθ. Τρίποδ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

’Αγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Ἀστραπή, κεραυνὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀνεκαράδα καί φωτιˬὰ νὰ πέσῃ νὰ σὲ κάψῃ! (ἀρὰ) Τρίποδ. Ποῦ νὰ πέσῃ φωθιˬὰ κιˬ ἀνεκαράδα μέσ᾿ ᾽ς τὸ σπίτι σου καὶ νὰ μἡν ἀπομείνῃ ποδὸχαλος τοῦ ποδοχάλου! (ἀρὰ) (ποδόχαλος =ἴχνος) ᾿Απύρανθ. Συνών. φρ. ἀστροπελέκι καί φωτιˬὰ νὰ σὲ κάψῃ!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/