ἀνακαρτερεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακαρτερεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακαρτερεύω Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀνακαρτερῶ).
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνἀ καὶ τοῦ ρ. καρτερεύω.
Σημασιολογία
Ἀναμένω ἐπὶ μακρὸν καὶ μετὰ πόθου τὴν ἐπάνοδον προσφιλοῦς προσώπου: ᾎσμ. Κιˬ ἀν εἶν᾿ μακρὺς ὁ μισσεμὸς, θὰ σ’ ἀνακαρτερέψω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA