ἀνακάρωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακάρωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνακάρωμα τό, Θήρ. Σίκιν κ. ἀ. ἀνακάρουμα Μεγίστ. ἀνεκάρωμα Θήρ. Νάξ. κ. ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀνακαρώνω (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Φρύγανον ἢ ξυλάριον, μὲ τὸ ὁποῖον ἀνάπτουν πῦρ᾿ ἔναυσμα Θήρ. Σίκιν. Συνων ἀνάκαμα 1β, προσάναμμα, προσαψίδι. 2) Καῦσις Νάξ. Συνών. κάψιμο 3) ᾿Αναζωπύρησις, συνδαύλισμα πυρὸς Ρόδ. Συνων. ἀνακάτεμα Α 1 β. 4) Ἡ ζύμη διὰ τῆς ὁποίας γίνεται ἡ ζύμωσις τοῦ φυράματος Μεγίστ. Συνων. προζύμι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/