ἀνάκατα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάκατα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάκατα ἐπίρρ. κοιν. ἀνέκατα Θήρ. Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάκατος. Ἡ λ. καὶ ἐν Θρήν. Κωνπλ. στ. 210 (ἔκδ. Ellissen σ. 184) «πλούσιες, φτωχὲς ἀνάκατα μὲ τὸ σχοινὶ δεμένες».
Σημασιολογία
’Αναμίξ, φύρδην μίγδην ἔνθ’ ἀν. : Ζάχαρι καἱ καφὲς ἀνάκατα. Πρόβατα καὶ κατσίκες ἀνάκατα. Ἀντρες καὶ γυναῖκες ἀνάκατα. Πίνουμε οὖζο καἰ κρασὶ ἀνάκατα (ταὐτοχρόνως οὖζο καὶ κρασὶ) κοιν. Ἡ πλατεῖα μαύριζε ἀπὸ κόσμο ριχμένο, πεσμένο κάτω ἀνάκατα, γέροι, νέοι, παιδιά, ἄντρες, γυναῖκες, κορίτσια ΔΒουτυρ. Τριανταδύο διηγ. 82. ǁ Φρ. Τὰ λέω ἀνάκατα (χωρὶς εἱρμόν). ἔγιναν ἀνάκατα (ἐπὶ ταραχῆς καὶ συγχύσεως καὶ σφοδρῶν ἐρίδων. Συνών. φρ. ἔγιναν ἄνω κάτω, ἔγιναν μαλλιˬὰ κουβάριˬα) κοιν. Συνών. ἀνακάταλλα, ἀνακατωτά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA