ἀνακάτευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακάτευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνακάτευτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀνακάτιφτους ᾿΄Ηπ:.(Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) κ. ἀ. ἀνεκάτευτος Λεξ. Πρω.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνακατευτὸς τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀ στερητ 2α.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀνακινηθείς, ὁ μὴ ἀναδευθεὶς σύνηθ.: Φαεῖ ἀνακάτευτο. Ζάχαρι ἀνακάτευτη (ἡ μὴ ἀναδευθεῖσα πρὸς διάλυσιν). 2) Αὐτὸς ποῦ δὲν ἀνεμείχθη μὲ ἄλλας οὐσίας, ἀμιγὴς, καθαρὸς σύνηθ.: Λᾴδι ἀνακάτεφτο σύνηθ. Ἀλεύρ᾿ ἀνακάτιφτου Ζαγορ. κ. ἀ. ᾿Αντίθ. ἀνακατερός, ἀνακατευτός 1 3) Μεταφ. αὐτός ποῦ δέν ἀνεμείχθη εἰς ὑπόθεσιν τινα πολλαχ.: Εἶμαι ἀνακάτευτος ‘ς αὐτὴ τὴ δουλε͜ιὰ τὴν ὑπόθεσι κττ. Συνών. ἀνακάτωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA