ἀνακατίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακατίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακατίζω Πελοπν. (Λακων, Μάν.)-ΚΠασαγιάνν. ἐν Τέχνῃ 1,224 ἀνωκατίζω Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάκατος.

Σημασιολογία

Ὁ τύπ. ἀνωκατίζω κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἀνώκατος, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀνάκατος. 1) ’Αναμειγνύω Πελοπν. (Λακων. Μάν.)-ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀνακατίστηνα οἱ γενεˬὲς ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. 2) Προξενῶ σύγχυσιν καὶ ταραχὴν Κρήτ. :ᾎσμ. Σὰν εἴδασιν οἱ Χριστιˬανοὶ πῶς θενὰ τσοὶ πατήσου, δίδου τοῦ τσεπανὲ φωθιˬὰ γιὰ νὰ τσ’ ἀνωκατι’σου (τσεπανές=πυριτιδαποθήκη) Κρήτ. Πβ. ἀνακατένω, ἀνακατεύω, ἀνακατουλεύω, ἀνακατώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/