ἀνακατωγύρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακατωγύρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνακατωγύρισμα τὀ, ἀμάρτ. ἀνακατωύρισμα Παξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακατωγυρίζω.
Σημασιολογία
1) Τοποθέτησις πράγματος ἀντιστρόφως, ἀνατροπή.Συνών. ἀναποδογὑρισμα. 2) Μεταφ. ἀνωμαλία εἰς τὰς ὑποθέσεις, ἢ οὐχὶ κατ’ εὐχὴν πρόοδος ὑποθέσεώς τινος, ἀντίξοος περίστασις. Συνών. ἀβολεˬὰ 1 , ἀβολεσιˬὰ 1, ἀναποδιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA