ἀνακατώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακατώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακατώνω κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Οἰν. Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνακατών-νω Κύπρ. κ. ἀ. ἀνακατώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀνακατών-νου Λυκ.(Λιβύσσ.) ἀνακατούου Τσακων. ἀνεκατώνω Ἄνδρ. Θήρ. Ἰων (Κρήν.) Κάσ. Α.Κρήτ. Κύθν. Κῶς Νάξ. (᾿Απύρανθ. Δαμαρ.) Πάρ. Τῆλ. Χίος κά. ἀνεκατών-νω Κύπρ. ἀνικατώνου Θρᾴκ. Ἴμβρ. Λεσβ Σάμ. κ. ἀ. ᾽νακατώνω πολλαχ. ’νακατών-νω Ρόδ. κ. ἀ. ’νακατώνου ἐνιαχ. ’νεκατώνω Α.Ρουμελ.(Σωζόπ.) Θρᾷκ. (Σαρεκκλ. Σκοπ.) Α.Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Προπ (᾿Αρτάκ.) κ. ἀ. ᾿νεκατών-νω Κύπρ. Ρόδ. Τῆλ. κ.ἀ ’νικατώνου ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀνακατώνω. Τὸ ἀνεκατώνω καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β 787 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «πρᾶμα ἐγνοιανό πολλά μ’ἀνεκατώνει».
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Διακινῶ, ἀνακυκῶ, ἀναταράττω τι κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Τσακων.: Ἀνακατώνω τ᾽ ἀλεύρι-τὸ γιˬατρικὸ-τὴ λάσπη-τὸ φαεῖ κττ. κοιν. ǁ Φρ. Ἀνακατώθ’καν τὰ αἵματά μ᾽ (ἐταράχθην) Θρᾴκ. (Κομοτ.) ǁ Παροιμ. Ὅσο ἀνακατώνεις τὰ πηλὰ τόσο βρομοῦν (ὅτι δὲν πρέπει νὰ πολυπραγμονοῦμεν περὶ τὰς φαύλας ἢ ρυπαρὰς ὑποθέσεις, διότι ἐκ τῆς ἐρεύνης αὐτῶν μᾶλλον σκάνδαλα καὶ δυσαρέσκειαι θὰ προκύψουν παρὰ καλὰ ἀποτελέσματα. Πβ. ΝΠολιτ. Παροιμ. 2,200) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 228,768. Ὅσο ἀνακατώνεις τήν πόρεψι βρομᾷ (συνών. τῇ προηγουμένῃ. πόρεψι = ἀπόπατος) Σινασσ. Ὅπκο͜ιος ᾿νεκατών-νει τὰ χώματα ἐν-νὰ γεμώσουν τ᾿ ἀμ-μάδ-κιˬα του (ὅταν κἀνεὶς ἀνασκαλίζῃ παλαιὰ ζητήματα, θὰ ἀποβοῦν ταῦτα εἰς τὸν ἴδιον βλαβερὰ) Κύπρ. Ὅπο͜ιους ἀνακατώ’ τοὺ μέλ᾽ θὰ γλείψ΄ τοὺ δάχτυλου τ᾽ (ἐπὶ τοῦ ὄφελουμένου ἐκ τῆς διαχειρίσεως ξένων χρημάτων) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Συνων. ἀναδεύω Α 1, ἀναμίγω. β) Ἀναζωπυρῶ κοιν.: Ἀνακατώνω τὴ φωτιˬά. Συνών. ἀναγκάζω Α6, ἀναδεύω Α1δ, ἀναθάλλω Β1, ἀνακαρώνω (ΙΙ) Β1β, ἀνακατεύω Α1 β, συνταυλίζω. 2) Φέρω τινὰ εἰς κατάστασιν, ὥστε νὰ αἰσθανθῇ τάσιν πρὸς ἐμετὸν κοιν.: Τὸ ρετσινόλαδο κάθε φορὰ ποῦ τὸ παίρνω μ’ ἀνακατώνει. Μ ᾿ ἀνακάτωσε τὸ φαγεῖ κοιν. Φαίνεται πῶς τὸ φαεῖ ἁπού ’φαγα θὰ μὲ ᾿νεκατώσῃ Α.Κρήτ. Μ’ ἀνακατώνει ἡ καρδιά μου Πελοπν. (Αἴγ.) Συνών. ἀναουλιˬάζω 3 β. β) Ἐνεργ. καὶ μέσ. αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς ἐμετὸν κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Σινώπ. Τραπ.): Αὐτὸ τὸ καθαρτικὸ τὸ βλέπω κιˬ ἀνακατώνομαι. Ὅλο κιˬ ἀνακατώνομαι, θὰ ξεράσω κοιν. Ἤκουσε τὴ μυρωδιˬὰ κιˬ ἀποὺ τὸ βρόμο ἐνεκατώθηκε νὰ ξεράσῃ Α.Κρήτ. ’Ανακατών’ ἡ καρδία μ’ (καρδία=στόμαχος) Κερασ. Σάντ. Τραπ. ’Ανακατοῦται ἡ καρδία μου Σινώπ. Συνών. ἀναγουλεύομαι 1, ἀναγουλιˬάζω 3, ἀναγουλίζω 1, ἀνακατεύομαι (ἰδ. ἀνακατεύω Α 2 β). 3) Μεταβάλλω οἱονεὶ τὴν φυσικὴν καὶ κανονικὴν θέσιν πράγματός τινος, ἐπιφέρω ἀταξίαν καὶ σύγχυσιν κοιν. : Μοῦ ἀνακάτωσαν τὰ βιβλία-τὰ ροῦχα κττ. κοιν. Ἀνακατώνω τὰ ράμματα (περιπλέκω τὰ νήματα) Ἤπ. ǁ Φρ. Τ᾽ἀνακατωμένα σιχαμένα (ἡ ἀταξία εἶναι βδελυκτὴ) Πελοπν. (Γορτυν.) ǁ Παροιμ. Ἀνακατωμένα γνέματα, κακοϋφασμένα παννιˬὰ (ὅτι ἂν οἱ στήμονες εἶναι συγκεχυμένοι, δὲν εἰναι δυνατὸν νὰ ὑφανθῇ καλῶς τὸ ὕφασμα, καὶ γενικώτερον, ἂν δὲν τεθοῦν στερεὰ τὰ θεμέλια ἔργου τινός, δὲν θὰ συντελεσθῇ τοῦτο καλῶς) ΝΠολιτ. Παροιμ. 2,194 β) Μες. παύω νὰ εὑρίσκωμαι εἰς σταθερὰν καὶ καλὴν κατάστασιν, μεταβάλλομαι εἰς τὸ χειρότερον, ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως πολλαχ.: Ὁ καιρὸς ἀνακατώνεται. 4) ᾿Ανάμειγνύω, συμφύρω δύο ἢ περισσότερα πράγματα κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ. ἀ.) : Ἀνακατώνω λίπος μὲ βούτυρο-νερὸ μὲ γάλα, μὲ κρασὶ κττ. Περυσινὰ και᾿ φετινὰ κουκκιˬὰ-φασόλιˬα ἀνακατωμένα. Βούτυρο ἀνακατωμένο (νοθευμένο) κοιν. ǁ Παροιμ. φρ. ᾿Ανακατώνεται κ᾽ ἡ φακῆ μὲ τὰ μαγειρέματα (ἐπὶ ἀναξίων θελόντων νὰ ἐξισωθοῦν πρὸς τοὺς ἀξίους. Πβ. ἀρχ. «καὶ κόρκορος ἐν λαχάνοις,. ’Ιδ. Παροιμιογρ. 100,57) πολλαχ. Παροιμ. Ὅπο͜ιος ἀνακατώνεται μὲ τὰ πίτουρα τὸν τρών οἱ κόττες (ἐπι τοῦ βλαπτομένου ἐκ τῆς συναναστροφῆς ἀνθρώπων εὐτελῶν ἢ φαύλων) κοιν. Δὲν ἀνακατώνιτι τοὺ λάδ’ μι᾿ τοὺ νιρὸ (ἐπὶ ἀνθρώπων ἀνομοίων κατὰ τὰς σκέψεις καὶ τὸν χαρακτῆρα) Ἤπ. (Ζαγόρ.) ǁ ᾎσμ. Ἄς πάψ’, ἀδέρφιˬα μ᾿, ὁ χορός, τῶν ποτηριˬῶν οἱ χτύποι, γιατὶ ἐδὰ μὲ τὴ χαρὰ δ᾿ ἀνεκατώσω λύπη. Α.Κρήτ. Συνών. τῆς μετοχ. ἀνακατάλογος, ἀνακατεμένος (ἰδ. ἀνακατεύω Α 5), ἀνακατερός, ἀνακατευτὸς 1,ἀνάκατος2 ἀνακατωτός. 5) Δὲν κάμνω διάκρισιν, συγχέω τὰ ἀνόμοια κοιν. : Ἄλλο τὸ ἕνα κιˬ ἄλλο τὸ ἄλλο, μὴν τ᾿ ἀνακατώνῃς κοιν. ᾿Ανακάτωσα τὸν Γιˬαννῆν μὲ τὸν Γεˬωρκῆν, γιατὶ μοιάζουν πολὺ Κύπρ. 6) Φέρω τινὰ εἰς σχέσιν ἐρωτικὴν πρὸς ἄλλον Κύπρ.: Αὐτὸς ᾽νεκατών-νει τὸν γιˬόν του μὲ τὴν κόρην τοῦ δεῖνα Κύπρ. β) Μες. ἔχω σχέσεις συζυγικὰς Κύπρ. Νάξ.(᾿Απύρανθ.): ᾿Εν θέλει νὰ τὸν ἀνεκατωθῇ κύπρ. μὰ 'τσὰ ᾽νεκατώθησα, θαρεῖς πῶς εἶναι μὲ στεφάνια παdρεμένοι! Ἀπύρανθ. ᾽Ανεκατωμἑνοι ᾽ναι, μὰ ὄχι μὲ στεφάνιˬα αὐτόθ. Β) Μεταφ. 1) Προξενῶ εἴς τινα ἀταξίαν καὶ σύγχυσιν φέρω ταραχὴν κοιν.: Ὁ πόλεμος ἀνακάτωσε τὸν κόσμο. Τὴν ἀνακάτωσε τὴν οἰκογένε͜ια μὲ τοὶς παλα͜ιανθρωπιὲς του. Συνών. ἀναδεύω Β 1, ἀναστατώνω β) κάμνω θόρυβον Κύπρ. : Πολλὰ ἀνακατών-νεις. 2) Ταράττω ΙΔραγούμ Σταμάτ. 137: Κάποτε τὰ αἰσθήματα, τὰ πάθη… μὲ συνεπαίρνουν καὶ μὲ παραφέρουν τόσο, ὥστε νὰ ἀνακατώνουν ἢ καὶ νὰ ἀναστατώνουν τὸν ὀργανισμό μου. 3) Συγχύζω, ἐξοργίζω κοιν.: Αὐτὴ ἡ κουβέντα του μ’ ἀνακάτωσε. Πάψε, γιˬατὶ σ᾽ ἀκούω κιˬ ἀνακατώνομαι. β) Προξενῶ εἴς τινα λύπην, στενοχωρῶ Πελοπν. (Αἴγ.) Ποντ. (Κερασ. Τραπ.) κ. ἀ.: Ἐνεκάτωσε με τὸ παιδί μ’ Τραπ. Μ᾽ ἀνακατώντς με! (μὴ μὲ άνακατώνῃς !) αὐτόθ. ᾿Ερρώστεσεν τὸ παιδὶν κ᾽ ἐνεκατῶθα (ἠσθένησε τὸ παιδὶ καὶ ἐστενοχωρήθην) αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. (ἔκδ. rDawkins) 1,248 «ὅλοι ἀντάμα ἀνακατωθῆκαν καὶ ἐθυμώθησαν». Καὶ ἀμτβ. λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι Κάσ.: ᾎσμ. Τὸ κεφαλάκι μου πονῶ, ψυχή μου ἀνεκατώνει κιˬ ἄχου τὸ νεραζάκι μου καὶ ποῦ θὰ ξεφαντώνῃ! γ) Μες. συγκινοῦμαι Πόντ (Κερασ.): ᾿Ενεκατῶθεν ἡ καρδία μ᾽. 4) ’Εμπλέκω τινὰ εἰς ξένας ὑποθέσεις κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) Τσακων.: Ἐμένα μὴ μ’ ἀνακατώνῃς ᾽ς αὐτὴ τὴ δουλε͜ιά. Μὴν άνακατώνεσαι σὲ ξένες ἔννο͜ιες. Δὲν άνακατώνομαι ΄ς αὐτὴ τὴν ὑπόθεσι. Παντοῦ ἀνακατώνεται κοιν. Ἐσὺ μ᾽ ἀνακατοῦσαι ᾽ς ἀτὸ τὴ δουλείαν (μ᾽ ἀνακατοῦσαι ἀντὶ μὴ ἀνακατοῦσαι) Τραπ. Μὴν ἀνακατούτσισου οὺ δουεῖε μι (μὴν ἀνακατώνεσαι 'ς τοὶς δουλε͜ιές μου) Τσακων. Συνων τοῦ μέσ. ἀναδεύομαι (ἰδ. ἀναδεύω Β 2). 5) Ἐνσπείρω σκάνδαλα καὶ διχονοίας μεταξὺ τῶν ἄλλων, διαβάλλω, ρᾳδιουργῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Ὁ παλα͜ιάνθρωπος μᾶς άνακάτωσε κ᾽ ἐγίναμε μαλλιˬὰ κουβάρια. Ὅλὸ κιˬ ἀνακατώνει, δὲ μπορεῖ νὰ κάτσῃ ἥσυχα κοιν. Ἀνακατώνει τὴν πολιτείαν (ἐμβάλλει ἔριδας εἰς τοὺς πολίτας) Κερασ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Βουστρων. Χρον Κύπρ. (ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 2,540) «τοῦτος ἀνακατώνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ γινίσκουνται πολλὰ σκάνταλα». Συνων. ἀναγέρνω Α 2 γ. Μετοχ 1) Συγκεχυμένος, ἀνάστατος: Φρ. Ἀνακατωμένος ὁ ἐρχόμενος! (κατὰ παρῳδίαν τοῦ εὐαγγελικοῦ ρητοῦ «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» (Ματθ. 21,9) ἐπὶ συγκεχυμένων πραγμάτων καὶ λόγων ἢ ταραχῆς καὶ ἀναστατώσεως) κοιν. 2) Ὁ μὴ παρουσιάζων σταθερὰν καὶ καλὴν κατάστασιν, ἀλλὰ ρέπων εἰς μεταβολὰς πρὸς τὸ χειρότερον, ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κορινθ.) Τῆλ. κ. ά. : Ἀνακατωμένος καιρὸς Καλάβρυτ. Κορινθ. ǁ ᾎσμ. Σὰν τὸν ἀγέρα τὸ πωρνὸ τὸν ἀνακατωμένο βρίσκομεν λόγιˬα καὶ μιλιˬὲς γιά λόου σου καὶ μόνο Τῆλ. Συνών. ᾿νεκατεμε’νος (ἰδ. ἀνακατεύω Β4). β) Ἄστατος Πελοπν. (Γορτυν.) : Μῆνας ἀνακατεμένος (ὁ Νοέμβριος ἕνεκα τῆς ἀσταθείας τοῦ καιροῦ). γ) Οὐσ. ᾿Ανακατωμένος, ὁ μὴν. Νοέμβριος Λεξ. Βλαστ. 367. Συνων. ἅγιˬ- Ἀντρέας 2, ἅγι – Γεˬώργις 2 β, ἅγι- γεˬωργίτης 4. ἅγιˬο-Ταξιάρχης 2, Ἁγιστρατηγιˬάτης. ἁγι-Στράτηγος 2, Ἁγιφιλιππιˬάτης, Ἁγιφιλιππίτης, Ἀντρεˬάς, Βροχάρις, Κρασομηνᾶς, Μεσοσπορίτης, Νεˬαστής, Νοέμβρις, Σπαρτής, Σποραεˬάς. 3) Ἄτακτος Θήρ. : Ἀνεκατωμένο παιδί. Πβ. *ἀλευροδερμωνίζω, ἀνακατένω, ἀνακατεύω, ἀνακατεύω. ἀνακατίζω, ἀνακατουλλεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA